Σάββατο, Μαρτίου 02, 2013

Πλακάκι στην αυλή σου... (αποκριάτικα γαμοτράγουδα)


Νά 'μουν πλακάκι της αυλής
εκεί που περπατούσες
νά 'χα ελπίδες κοπελιά
μπας και με κατουρούσες! 

* * *

Τι νά 'μουνα, τι νά 'μουνα,
πλακάκι στην αυλή σου,
να κατουράς επάνω μου
να βλέπω το μουνί σου.

* * *

Αποκριάτικα γαμοτράγουδα: Μπρε μπρε μπρε του Μπουρανί: Καθαρή Δευτέρα στον Τύρναβο
Η εικόνα: Sierk Van Meeuwen, Pissing Girl, oil on canvas

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 22, 2013

Εγώ το άλογο, εσύ η αμαζόνα

Εγώ είμαι το άλογο κι εσύ η αμαζόνα,
η αυστηρή και φοβερή μου αμαζόνα!
Δάμασέ με, αμαζόνα, και καβάλα με!

Σφίξε με μες στα μεριά σου κι ίππευσέ με,
ιδρωμένος να καλπάσω για σένα!
Με το καμτσίκι βίτσισέ μου τα καπούλια,
ξαναμμένος να καλπάσω για σένα!
Τα χαλινάρια σφίξε μου και εξουσίασέ με
καυλωμένος να καλπάσω για σένα!

Την κάψα μου, την καύλα μου
ρούφα με το κορμί σου,
στον καλπασμό τον αχαλίνωτο
αφέσου και μαζί μου χύσου!

Κυριακή, Φεβρουαρίου 17, 2013

Ms. Bitch


   Μερικές γυναίκες είναι ΣΚΥΛΕΣ! Ξέρουν να κάνουν το δικό τους και σε χορεύουν στο ταψί! Και το φχαριστιούνται!
I am not a bitch.
I am The bitch.
And to you I am Ms. Bitch!

Old cigarette cases

Old cigarette wallet cases.

Please don't interrupt me while I'm ignoring you.
I don't like you... I'm just drunk.
So much to do... So few people to do it for me.
Built for Trouble. Sex! Sin! Seduction!
I enjoy being a slut.
Being a bitch... it's part of my charm.
Good things come to she who bitches.

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 08, 2012

Νεράιδες, σειρήνες, γυναίκες

Κορίτσι

   ...Με έντυσε κορίτσι, μου έσπασε για πάντα το αντρικό εγώ, και δεν μπόρεσα να πω όχι. Μήπως αυτό ήθελα κατά βάθος και δεν τολμούσα να το παραδεχτώ; Κι αυτή το κατάλαβε; Ταπεινωμένος, ψαρωμένος, κόκκινος σαν πατζάρι, κι αυτή γελάει! Γελάει και κοκκινίζω ακόμη πιο πολύ! Μου λέει ότι δεν είμαι άντρας, αν ήμουν άντρας δεν θα την άφηνα να με ντύσει κορίτσι -και δεν ξέρω τι αντίρρηση μπορώ να φέρω, μόνο κοκκινίζω. Και με λέει κακό κορίτσι, με λέει τσουλί. Κι ότι αυτή θα με μάθει τρόπους, με το καλό και με το άσχημο, αλλά πρέπει πρώτα να παραδεχτώ και να νιώσω τι τσουλί που είμαι, για να καταλάβω ότι χρειάζομαι πειθαρχία. Ω Θεέ μου, μου βάζει χέρι -κάτω από την φούστα! Μου σηκώνεται και δεν μπορώ να το κρύψω! Κι αυτή γελά! Κοκκινίζω, και μου σηκώνεται! Με μαλακίζει και μου λέει, νιώσε τσούλα, δεν είσαι άντρας, είσαι ένα τσουλί, πές το, πές το! Με μαλακίζει! Δεν είμαι άντρας, είμαι ένα τσουλί, χύνω, είμαι μια βρωμιάρα τσούλα, ω Θεέ μου, δεν αντέχω, χύνω, χύνω, πάνω μου χύνω, αχ, λιώνω, σβήνω!


   Χραπ! Με συνεφέρει μ' ένα χαστούκι, και με φτύνει κατά πρόσωπο, μ' έναν μορφασμό περιφρόνησης στο βλέμμα της. «Σήκω, πλύσου, και καθάρισε», μου λέει. «Κι αύριο πάλι, την ίδια ώρα.» Φεύγω σοκαρισμένος, τρομαγμένος μα και ξαναμμένος μαζί, και για πάντα υποταγμένος. Είμαι δικός της, και το ξέρει.

Πέμπτη, Αυγούστου 30, 2012

Δικός της


   Πήρε το μάτι μου μια δυο φωτό της, με το δυναμικό, θεληματικό της βλέμμα, ένα δυο έξυπνα, καυστικά σχόλιά της. Γυναίκα που ξέρει ποια είναι και τι θέλει.

   Της έστειλα ένα μήνυμα, έτσι για πλάκα στην αρχή, χωρίς να το σκεφτώ. Δεν φανταζόμουν καν ότι θα απαντήσει. Και δεν θα μπορούσα ούτε να φανταστώ τι με περίμενε.

   Απάντησε. Και με μιά της λέξη άλλαξαν όλα. Σαν νά 'φαγα χαστούκι, με έβαλε στην θέση μου. Και μ' έπιασε στο δίχτυ της. Κατάλαβε αμέσως αυτά που δεν τολμούσα ως τότε να παραδεχτώ και με ξεσκέπασε. Στεκόμουν αδύναμος, ντροπιασμένος, υποταγμένος μπροστά της. Και ξαναμμένος, καυλωμένος. Στα πόδια της γονατιστός ξεφτιλιζόμουν. Και μου χρειαζόταν. Για να καταλάβω ποιος είμαι εγώ, και ποια είναι αυτή. Ομολογούσα τα πάντα, δεν μπορούσα πια να κρυφτώ ούτε απ' αυτήν ούτε απ' τον εαυτό μου. Τώρα ξέρω. Είμαι δικός της. 

   Με μιά της λέξη με ανάβει και με καυλώνει, και υποτάσσομαι στην δύναμή της. Με υποτάσσει, και καυλώνω. Την υπηρετώ, και χύνω. Πάθος, καύλα, ευχαρίστησή μου, η δική της ευχαρίστηση. Δικός της.

   Και είναι τόσο απαιτητική. Και πώς να μην είναι. Τίγρη ωραία και φοβερή, σκύλα όταν θέλει, γυναικάρα και θεά. Πώς να μην υπηρετώ τέτοια γυναίκα φοβερή! Και για να υπηρετώ μια θεά, θα πρέπει να μάθω τρόπους. Και θα με στρώσει καλά, μου το είπε, θα με μάθει να φέρομαι, θα με μάθει πειθαρχία, υποταγή και αφοσίωση. Ούτε που φαντάζομαι τι με περιμένει, και φοβάμαι, τρέμω. Και ανάβω, και καυλώνω.

   Με έχει στο χέρι και με χορεύει στο ταψί. Με κάνει ό,τι θέλει. Με χρησιμοποιεί.

   Επειδή μπορεί. Και επειδή το αξίζει.

   Είναι η κυρία, η αφέντρα, η θεά μου.

   Η Ερμίνα. 

Κυριακή, Αυγούστου 12, 2012

Μουσικώνεται


   ...Είπα «μου σηκώνεται», κι ακόμη θυμάμαι τι μού 'χαν κάνει μικρός στο σχολείο, Γυμνάσιο θα πήγαινα. Όλη η παρέα μαζί, εκεί και δυο κορίτσια (οι πιο ξεβγαλμένες θά 'λεγα στην τάξη), και μου λέει η μια («ένα αστείο, ένα αστείο!», κι όλοι γύρω να προσέχουν, τό 'χαν κάνει και σ' άλλους και τό 'ξεραν οι άλλοι, αλλά εγώ δεν τό 'χα ακούσει και την πάτησα.)
   «Όταν βάζουμε έπιπλα στο σπίτι, τί λέμε ότι κάνει το σπίτι;»
   «Επιπλώνεται», λέω εγώ.
   «Και όταν βάζουμε μουσική;»
   «Μουσικώνεται;» λέω.
   Και γελάνε οι τύπισσες!
   «Πώς το είπες, πές το πάλι!»
   «Μουσικώνεται», λέω σιγά και αμήχανα.
   «Χα χα χα!» ειρωνικά χαχανητά αυτές, κι εγώ δεν έμπαινα με τίποτα κι είχα κοκκινήσει.

   Λίγες μέρες μετά, κι ενώ μου τό 'χαν κάνει άλλες μια-δυο φορές και χαχανίζανε, με πέτυχαν κάπου παράμερα, χωρίς άλλους μπροστά, και μου λέει η μιά τους:
   «Σου σηκώνεται μωρό μου;»
   Κι εγώ τότε κατάλαβα, κι έγινα κατακόκκινος!
   «Κοκκίνησε, κοίτα τον!» είπε η μια στην άλλη. «Χα χα, κοκκίνησε!» Και φύγανε χαχανίζοντας!
   Τους άρεσε να με ψαρώνουν, να κοκκινίζω και να γελάνε.


   (Κι ακόμη το ίδιο μου κάνουν οι γυναίκες. Και παίζουν με το μυαλό μου -και του πάνω και του κάτω κεφαλιού. Και μου σηκώνεται.)

Πέμπτη, Αυγούστου 25, 2011

Σάββατο, Μαΐου 21, 2011

Ο υδραυλικός

Ο υδραυλικός έβαζε την καινούργια βρύση στο μπάνιο.
Η γυναίκα τον περίμενε στην κουζίνα, ετοιμάζοντας καφέ να τόν κεράσει μόλις τελειώσει.
Ο νέος άνδρας, αναψοκοκκινισμένος απ' την ζέστη και την δουλειά ήλθε στην κουζίνα. Το βλέμμα του έπεσε στον πισινό της, καθώς γυρισμένη με την πλάτη έριχνε τον καφέ στο φλιτζάνι. Γύρισε.
Η ελαφριά καλοκαιρινή ρόμπα ατημέλητα ριγμένη επάνω της δεν κατάφερνε να σκεπάζει την τροφαντή της σάρκα που σαν να ξεχείλιζε, χυμώδης και προκλητική σαν ώριμο καλοκαιρινό φρούτο.
Ο άνδρας κράτησε το βλέμμα του με αναίδεια πάνω της, στα μεριά της, στα στήθη της, κι αρκετές στιγμές μόνο μετά κοίταξε ψηλά.
Τα μάτια τους τους συναντήθηκαν. Αντί να δείξει συστολή και δισταγμό η γυναίκα κάρφωσε το βλέμμα της στα δικά του του και μισοχαμογέλασε προκλητικά, πλησιάζοντας κοντά του.
Την πλησίασε κι αυτός, σε απόσταση επαφής, και την κοίταξε λαίμαργα, σχεδόν χυδαία.
Δεν τον απέφυγε. Με το βλέμμα τού είπε ναι.
Δεν αντάλλαξαν λέξη.
Ένιωσε το δυνατό του χέρι να χουφτώνει με δύναμη τον πισινό της. Με το άλλο του να τήν αρπάζει από τον λαιμό και να κολλά τα χείλη του στα δικά της.
Τα χείλη τους κολλημένα, καθώς με το χέρι βάτευε τα τροφαντά καπούλια της.
Ένιωσε τα δάχτυλά του να χώνονται ανάμεσα στα κωλομέρια της και μέσα από το παντελόνι του να φουσκώνει κατάσκληρος, πελώριος ο φαλλός του και να τρίβεται στα μεριά της.
Μούγκριζε σαν ζώο το νταβραντισμένο αρσενικό, κολλημένο πάνω της, την χούφτωνε, την έγλειφε, τριβόταν επάνω της.
Άνοιξε τα μεριά και τα στήθη της στο άγριο αρσενικό. Πήρε το κεφάλι του στα χέρια της, τα δάχτυλά της μπλεγμένα στα μαλλιά του, τον κοίταξε λάγνα και λαίμαργα τον φίλησε, τον ρούφηξε, με την γλώσσα της συνάντησε την δική του.
Οι γλώσσες τους σπρώχτηκαν, λαίμαργα κι άγρια, η μια να παραβιάσει το στόμα της άλλης.
Το αρσενικό, δυνατότερο, επιβλήθηκε. Η γλώσσα του χώθηκε στο στόμα της. Η γυναίκα ένιωσε την γλώσσα του σαν φαλλό, να βιάζει το στόμα της. Τον ρουφούσε και τον έγλειφε.
Έσφιξε με τα χέρια της τον γυμνασμένο πισινό του, τράβηξε πάνω της το αρσενικό.
Ο κατάσκληρος φαλλός του κόντευε να σκίσει το παντελόνι του. Τον ένιωθε να τρίβεται στην κοιλιά της, τους δυνατούς μυώνες του να χτυπούν στα μεριά της.
Τον ήθελε μέσα της. Τώρα.
Άγρια, βιαστικά, του έλυσε την ζώνη, καθώς αυτός της έβγαζε, της έσκιζε σχεδόν την ρόμπα και τον στηθόδεσμο.
Πέσανε κάτω, με τα ρούχα τους μισοβγαλμένα και μισοσκισμένα επάνω τους.
Χώθηκε μέσα της με δύναμη, κι αυτή τον έσφιγγε με τα τροφαντά, χυμώδη της μεριά.
Άγρια τήν έσπρωχνε και μούγκριζε σαν τράγος. Τον ένιωσε κατάσκληρο, τεράστιο να χώνεται βαθιά στα σωθικά της και να της βάζει φωτιά.
Σαν σκύλα ξαναμμένη τον έσπρωχνε μέσα της, με τις φτέρνες κολλημένες στα κωλομέρια του, κολλημένα τα καυτά τους σώματα, ιδρωμένα, τρέμανε απ' την ηδονή, τα βλέμματά τους τρώγονταν, έσταζε ο ιδρώτας στα πρόσωπά τους κι η γλώσσα τους γευόταν.
Μούγκρισε σαν τράγος κι ούρλιαξε σαν σκύλα.
Άγρια έσπρωξε, την έσκισε, μες στους σπασμούς της ηδονής έχυσε, έχυσε, πλημμύρισε τα σωθικά της.
Έπεσε πάνω της εξουθενωμένος κι αγκαλιάστηκαν λαχανιασμένοι, απαλά με τα χείλη και την γλώσσα γεύονταν ακόμη την χορτασμένη ηδονή τους.