Κυριακή, Νοεμβρίου 02, 2008

Φονικό τακούνι (3)

Kill, baby, kill!

(Στο πόστερ η Rose McGowan, στην καλτ ταινία του Robert Rodriguez, «Planet Terror» (2007).)

Φονικό τακούνι (2)

...Και εάν δεν αρκεί το πιστόλι, υπάρχει και η σιδερογροθιά! Mafia Blk and White Costume Adult Shoes - τα βρήκα εδώ, στο μπλογκ της Violet Blue.

Σάββατο, Νοεμβρίου 01, 2008

Φονικό τακούνι


Τα φονικά «Ψηλά τακούνια» του Πέδρο Αλμοδοβάρ (Pedro Almodovar, «Tacones lejanos» (1991)) και το περίφημο πόστερ, τα ξέρετε. Έπρεπε να έλθει όμως η θεά της ποπ, η Μαντόνα, για να τα δούμε στην πραγματικότητα!

Madonna, λοιπόν, στην πρεμιέρα της νέας της ταινίας, «Filth and Wisdom», με τα αξίας 2.200 $ Chanel stilettos της που σχεδίασε ο Καρλ Λάγκερφελντ (Karl Lagerfeld, Chanel Resort 2009 Cruise Collection). (Ρεπορτάζ εδώ, εδώ μαζί με την σέξυ Lindsay Lohan, εδώ.)


Μας λέει αυτό που ήδη ξέραμε... Η γυναίκα με την γόβα στιλέτο σκοτώνει.

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 13, 2008

Nantine, η ελληνίδα θεά με τα ψηλά τακούνια


Buffalo 2
Originally uploaded by Kwnstantina
Επισκεφθείτε στο flickr την θεά Nantine και θαυμάστε την να δοκιμάζει πανέμορφα πέδιλα και γόβες που αναδεικνύουν τα πιο υπέροχα πόδια που είδατε ποτέ! (Φωτογραφίες υπερυψηλής ανάλυσης!)

Και τι δεν θά 'δινα για να φιλήσω, όχι τις άκρες των δαχτύλων της, κι αυτό θά 'ταν πολύ για μένα, αλλά μόνο την μύτη του τακουνιού της!

Κυριακή, Ιανουαρίου 13, 2008

Φετίχ

Γονατίζω, προσκυνώ, και φιλώ τα πόδια Σου, Αφέντρα και Θεά μου!

Τα καψόνια της εκπαίδευσης (Δούλος της θείας μου, κεφ. 4)

[Προηγούμενα κεφάλαια: 1. Δούλος της θείας μου, 2. Η σκύλα γυναικάρα, 3. Στα πόδια της: μαθαίνοντας πειθαρχία]

Δούλος της θείας μου

Κεφάλαιο 4ο

Τα καψόνια της εκπαίδευσης

Με έκανε ό,τι ήθελε και γελούσε μαζί μου.

Μια μερα, με το που γυρίσαμε απ᾿ τα ψώνια (κουβαλούσα εγώ τα πάντα φυσικά), κάθεται στην καρέκλα, φέρνει τα πόδια σταυροπόδι.
«Άσε τις τσάντες κι έλα μπροστά μου», είπε σαν να με μάλωνε αυστηρά.
Στάθηκα μπροστά της ακίνητος, ο τόνος της δεν σήκωνε αντιρρήσεις, τα γεμάτα, δυνατά της πόδια, η γυναικεία εξουσία της με έκανε ό,τι ήθελε.
«Κατέβασε το παντελόνι και το σλιπ σου, να δω το πουλάκι σου», είπε. Έτσι ξαφνικά!
Πάγωσα κι έμεινα ακίνητος.
«Άκουσες τι σου είπα;» φώναξε αυστηρά.
Κοκκίνησα σαν πατζάρι, τά ᾿χα χαμένα.
Μ᾿ ένα φιλικό και κοροϊδευτικό γέλιο μαζί, άλλαξε τον τόνο της:
«Έλα, αφού το ξέρω ότι γουστάρεις την θεία σου! Θέλω να δω το τσουτσουνάκι σου, να δω το πουλάκι που παίζεις για την θεία σου!
»Τώρα. Δεν θα το πω πουθενά. Γδύσου σαν καλό παιδί και δεν θα το πω πουθενά, αρκεί να κάνεις ό,τι σου λέω.»

Κατακόκκινος, κατέβασα αργά το παντελόνι και το σλιπ μου, προσπαθώντας να κρύψω το πουλί μου με τα χέρια.
«Τα χέρια σου κάτω! Δείξτο μου!», φώναξε αυστηρά πάλι.
Κατέβασα τα χέρια κι άφησα το μισοερεθισμενο ήδη καυλί μου. Κατακόκκινος, ήθελα ν᾿ ανοίξει η γη να με καταπιεί.

Με κοίταζε αφ᾿ υψηλού και μισοπεριφρονητικά, χωρίς να λέει τίποτε, έτσι για να με ψαρώσει. Όρθιος μπροστά της με κατεβασμενο το παντελόνι και το σλιπ, ντροπιασμενος και κόκκινος σαν πατζάρι, δεν τολμούσα να σηκώσω το βλέμμα από το πάτωμα.
Ένα μικρό γέλιο της που πήγε να το πνίξει, με κόμπλαρε ακόμη πιο πολύ.
«Τί άτακτο πουλάκι είναι αυτό;! Δεν ντρέπεσαι, καλό παιδί εσύ, να παίζεις το μικρό σου το πουλάκι όταν με σκέφτεσαι; Μην πεις όχι, γιατί ξέρω ότι το παίζεις, τσογλάνι!» Ξαναγέλασε.
«Μ᾿ αρέσει να ψαρώνω τα αγόρια με τα μικρά, άτακτα πουλάκια τους! Έννοια σου, και θα στο μάθω εγώ τρόπους το τσουτσουνάκι σου. Θα κάνεις ό,τι λέω.»

Το καυλί μου δεν είναι πολύ μικρό, κάπου 13-14 πόντους. Από τότε όμως που μικροί στο σχολείο το συγκρίναμε με δυο κολλητούς και είχα το μικρότερο, πάντοτε ένιωθα ότι δεν είχα αρκετά «προσόντα». Όχι πως και 20 πόντους να είχα δεν θα τα έχανα μπροστά στην θεία μου, ούτε έκατσε εκείνη την στιγμή να με μετρήσει (ίσως δεν το σκέφτηκε καν τότε, μπορεί απλά να με κορόϊδευε για πλάκα), αλλά εγώ, καθώς ποτέ δεν είχα εμπιστοσύνη στον εαυτό μου, ένιωσα να με ταπεινώνει φοβερά. (Κάποτε -θα σας τα πω άλλη φορά αυτά- με μετρησε και με τον χάρακα, και μου είπε ότι το έχω μικρό. Μου είπε ότι οι «μικροτσούτσουνοι» σαν εμένα πρέπει με το πουλάκι τους να διασκεδάζουν τις γυναίκες. Μου είπε να μην στενοχωριέμαι που το έχω μικρό, κάθε καυλί είναι για μια δουλειά είπε, τα μικρά τσουτσούνια (έτσι το έλεγε) είναι για να παίζουν οι γυναίκες. Μου είπε ότι το «τσουτσούνι» μου είναι δικό της και πρέπει να χαίρομαι που χρησιμεύω για να παίζει και να γελάει με το τσουτσούνι μου. Με έλεγε «μικροτσούτσουνο», «σπουργίτη» και τέτοια. Αλλά, όπως είπα, αυτά έγιναν άλλη μερα και θα σας τα πω άλλη φορά. Τώρα, στην αρχή ακόμη της «εκπαίδευσής» μου, είχε άλλα στο μυαλό της.)

«Στάσου εκεί που είσαι.» Τέντωσε το πόδι της. Άλλαξε σταυροπόδι. Έπιασε το μπούτι της και τράβηξε κι άλλο ψηλά την φούστα με το χέρι. Στα ποδοδάχτυλά της έπαιζε την σαγιονάρα της.
«Σ' αρέσουν τα πόδια μου; »Θα κάνεις ό,τι σου λέω. »Θέλω να γονατίσεις μπροστά μου και να μου φιλήσεις τα πόδια», διέταξε αυστηρά.
«Τώρα.»
Έκανα ό,τι είπε. Μου έφερε το πόδι με την σαγιονάρα στο πρόσωπο. Τα χείλη μου ακούμπησαν στα δάχτυλά της.
«Πέσε κάτω μπρούμυτα. Ξάπλωσε κάτω. Το πρόσωπο στα πόδια μου. »Σ' αρέσουν τα πόδια μου ε; Θέλω να τα γλείψεις. »Μαλακίσου στο πάτωμα. Ξέρω ότι σκέφτεσαι τα πόδια μου και τό παίζεις κάθε μερα.»
Έριξε την σαγιονάρα της κάτω και έβαλε το πόδι της στην μύτη μου. Η μυρωδιά της με αιχμαλώτισε.
«Είμαι η αφέντρα σου; Απάντα όταν σού μιλώ, τσογλάνι!»
«Μάλιστα», ψέλλισα αδύναμα. «Μάλιστα κυρία θα λες. »Σε μαλακίζω. Πες το να σ᾿ ακούσω. Είμαι η αφέντρα και θεά σου. Θα με βλέπεις και θα με προσκυνάς, τσογλάνι.»
Τα λόγια της με μαστίγωναν, τα πόδια της με πατούσαν χάμω.
«Μαλακίσου στο πάτωμα. Θέλω να σε δω να χύνεις. »Θα βλέπεις τα πόδια μου και θα το παίζεις μπροστά μου, τσογλάνι! Θα μου γλείφεις τα πόδια και θα χύνεις!»

Ήξερε πώς να με κάνει δούλο των ποδιών της, να με πατήσει κάτω. Να την βλέπω και να πέφτω ανήμπορος μπροστά της. Και η σκέψη μόνο των ποδιών της, να με κάνει να τα χάνω και να το παίζω, ανήμπορος ν᾿ αντισταθώ.

Καθώς μου έσπρωχνε το πόδι μεσα στο στόμα, ένιωθα σαν να με βιάζει. Με βίαζε με την ωμή της δύναμη και δεν είχα την δύναμη να αντισταθώ. Με την μυρωδιά της ακόμη στην μύτη και το μυαλό μου, έγλειφα τα πόδια της.
«Όλα τα δάχτυλα ένα-ένα», την άκουσα.
«Πρώτα τα μικρά, μετά το μεγάλο. Κι ανάμεσα στα δάχτυλα, γλείψε καλά, τσογλάνι», μου φώναζε. Έκανα το καθήκον μου.
«Μαλακισμενο, γλείψτα καλά, μην σε βάλω να μου γλείψεις και τον κώλο», φώναξε!
Τα πόδια της με είχαν αιχμαλωτίσει. Μαλακιζόμουν πιέζοντας το πουλί μου στο πάτωμα κι έγλειφα ένα ένα τα δάχτυλά της, κι έχωνα την γλώσσα μου ανάμεσα στα δάχτυλα.
Το μεγάλο, χοντρό της δάχτυλο με μπούκωσε. Καύλωσα απίστευτα. Έσπρωξε όλο το πόδι στο στόμα μου, μου βίαζε το στόμα με το δυνατό της πόδι, και καύλωνα, καύλωνα, τριβόμουν με δύναμη στο πάτωμα.

Μπρούμυτα μπροστά της, μαλακιζόμουν στο πάτωμα, μεθυσμενος από την καύλα, τα πόδια της αφέντρας στην μύτη, στο στόμα, στην γλώσσα μου. Σπαρταρούσα στα πόδια, στα δυνατά της δάχτυλα, μαλακιζόμουν και προσκυνούσα την εξουσία της. Πεσμένος στο πάτωμα, δούλος στα πόδια της, η μυρωδιά τους στα ρουθουνια μου, τα ποδοδάχτυλά της να μου βιάζουν το στόμα, μαλακιζόμουν, το πρόσωπο κάτω στα πόδια της αφέντρας, μαλακίζομαι ανήμπορος στα πόδια της, χύνω, χύνω, χύνω, χάνομαι, με τα πόδια της στο στόμα και την μυρωδιά της στα ρουθούνια, χύνω, χάνομαι, λιποθυμώ.

«Σήκω βρωμιάρη!» Με σήκωσε με μια κλωτσιά στην μούρη από το γυμνό της πόδι. Βιαστικά σήκωσα τα παντελόνια μου ντροπιασμένος, χωρίς καν να σκουπίσω το πουλί μου που έσταζε απ᾿ τα χύσια.
Σηκώθηκε και πήγε στον καμπινέ, επέστρεψε αμέσως κρατώντας τον κουβά και την σφουγγαρίστρα. Τα πέταξε μπροστά μου.
«Πάρτα, τσογλάνι, βάλε νερό και πλύνε τις βρωμιές σου, που μου λέρωσες τα πάντα! Σφουγγάρισε όλο το πάτωμα, μη σε βάλω να τα γλείψεις με την γλώσσα, τσογλάνι!»
...Χωρίς να με κοιτάξει, πήγε κι έκατσε στο σαλόνι και διάβαζε την εφημερίδα της. Εγώ, υποταγμενος, έκανα την δουλειά μου. Και καθώς σφουγγάριζα, της έριχνα κλεφτές, δειλές ματιές. Αυτή απορροφημενη στην εφημερίδα της, σταυροπόδι, κι εγώ να την κοιτάζω, να δεσπόζουν τα πόδια της που πριν λίγο είχα προσκυνήσει, οι δυνατές γάμπες και τα γεμάτα μπούτια της κάτω από την φούστα, κι η σαγιονάρα της να κρέμεται προκλητικά στα ακροδάχτυλά της. Τα μάτια μου έμειναν στα πόδια της, ακίνητος, ξεχνώντας το σφουγγάρισμα.
Κατέβασε ξαφνικά την εφημερίδα και με κάρφωσε αυστηρά με το βλέμμα. Χαμήλωσα τα μάτια κάτω κοκκινίζοντας.
«Άντε, σαν καλό κορίτσι, κάνε το νοικοκυριό σου!», μου είπε. Κοκκίνησα σαν πατζάρι. Με είχε ξευτυλίσει τόσες φορές, αλλά δεν με είχε ξαναπεί κορίτσι.
«Φιλιππινέζα μου θα σέ κάνω, τσουλάκι!», την άκουσα να λέει μεσα σ᾿ ένα τρανταχτό κοροϊδευτικό γέλιο, καθώς σφουγγάριζα ντροπιασμενος, χωρίς να ξανατολμήσω να σηκώσω τα μάτια από το πάτωμα.

[Συνεχίζεται. Επόμενο κεφάλαιο: «Φιλιππινέζα της θείας μου».]