Σάββατο, Μαΐου 21, 2011

Ο υδραυλικός

Ο υδραυλικός έβαζε την καινούργια βρύση στο μπάνιο.
Η γυναίκα τον περίμενε στην κουζίνα, ετοιμάζοντας καφέ να τόν κεράσει μόλις τελειώσει.
Ο νέος άνδρας, αναψοκοκκινισμένος απ' την ζέστη και την δουλειά ήλθε στην κουζίνα. Το βλέμμα του έπεσε στον πισινό της, καθώς γυρισμένη με την πλάτη έριχνε τον καφέ στο φλιτζάνι. Γύρισε.
Η ελαφριά καλοκαιρινή ρόμπα ατημέλητα ριγμένη επάνω της δεν κατάφερνε να σκεπάζει την τροφαντή της σάρκα που σαν να ξεχείλιζε, χυμώδης και προκλητική σαν ώριμο καλοκαιρινό φρούτο.
Ο άνδρας κράτησε το βλέμμα του με αναίδεια πάνω της, στα μεριά της, στα στήθη της, κι αρκετές στιγμές μόνο μετά κοίταξε ψηλά.
Τα μάτια τους τους συναντήθηκαν. Αντί να δείξει συστολή και δισταγμό η γυναίκα κάρφωσε το βλέμμα της στα δικά του του και μισοχαμογέλασε προκλητικά, πλησιάζοντας κοντά του.
Την πλησίασε κι αυτός, σε απόσταση επαφής, και την κοίταξε λαίμαργα, σχεδόν χυδαία.
Δεν τον απέφυγε. Με το βλέμμα τού είπε ναι.
Δεν αντάλλαξαν λέξη.
Ένιωσε το δυνατό του χέρι να χουφτώνει με δύναμη τον πισινό της. Με το άλλο του να τήν αρπάζει από τον λαιμό και να κολλά τα χείλη του στα δικά της.
Τα χείλη τους κολλημένα, καθώς με το χέρι βάτευε τα τροφαντά καπούλια της.
Ένιωσε τα δάχτυλά του να χώνονται ανάμεσα στα κωλομέρια της και μέσα από το παντελόνι του να φουσκώνει κατάσκληρος, πελώριος ο φαλλός του και να τρίβεται στα μεριά της.
Μούγκριζε σαν ζώο το νταβραντισμένο αρσενικό, κολλημένο πάνω της, την χούφτωνε, την έγλειφε, τριβόταν επάνω της.
Άνοιξε τα μεριά και τα στήθη της στο άγριο αρσενικό. Πήρε το κεφάλι του στα χέρια της, τα δάχτυλά της μπλεγμένα στα μαλλιά του, τον κοίταξε λάγνα και λαίμαργα τον φίλησε, τον ρούφηξε, με την γλώσσα της συνάντησε την δική του.
Οι γλώσσες τους σπρώχτηκαν, λαίμαργα κι άγρια, η μια να παραβιάσει το στόμα της άλλης.
Το αρσενικό, δυνατότερο, επιβλήθηκε. Η γλώσσα του χώθηκε στο στόμα της. Η γυναίκα ένιωσε την γλώσσα του σαν φαλλό, να βιάζει το στόμα της. Τον ρουφούσε και τον έγλειφε.
Έσφιξε με τα χέρια της τον γυμνασμένο πισινό του, τράβηξε πάνω της το αρσενικό.
Ο κατάσκληρος φαλλός του κόντευε να σκίσει το παντελόνι του. Τον ένιωθε να τρίβεται στην κοιλιά της, τους δυνατούς μυώνες του να χτυπούν στα μεριά της.
Τον ήθελε μέσα της. Τώρα.
Άγρια, βιαστικά, του έλυσε την ζώνη, καθώς αυτός της έβγαζε, της έσκιζε σχεδόν την ρόμπα και τον στηθόδεσμο.
Πέσανε κάτω, με τα ρούχα τους μισοβγαλμένα και μισοσκισμένα επάνω τους.
Χώθηκε μέσα της με δύναμη, κι αυτή τον έσφιγγε με τα τροφαντά, χυμώδη της μεριά.
Άγρια τήν έσπρωχνε και μούγκριζε σαν τράγος. Τον ένιωσε κατάσκληρο, τεράστιο να χώνεται βαθιά στα σωθικά της και να της βάζει φωτιά.
Σαν σκύλα ξαναμμένη τον έσπρωχνε μέσα της, με τις φτέρνες κολλημένες στα κωλομέρια του, κολλημένα τα καυτά τους σώματα, ιδρωμένα, τρέμανε απ' την ηδονή, τα βλέμματά τους τρώγονταν, έσταζε ο ιδρώτας στα πρόσωπά τους κι η γλώσσα τους γευόταν.
Μούγκρισε σαν τράγος κι ούρλιαξε σαν σκύλα.
Άγρια έσπρωξε, την έσκισε, μες στους σπασμούς της ηδονής έχυσε, έχυσε, πλημμύρισε τα σωθικά της.
Έπεσε πάνω της εξουθενωμένος κι αγκαλιάστηκαν λαχανιασμένοι, απαλά με τα χείλη και την γλώσσα γεύονταν ακόμη την χορτασμένη ηδονή τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια: