Σάββατο, Νοεμβρίου 10, 2007

Δούλος της θείας μου (διήγημα σε συνέχειες)

[Το διήγημα «Δούλος της θείας μου», είχε δημοσιευθεί ως σειρά ιστοριών στον παλιό καλό «Ευταξία», αλλά είχε μείνει ημιτελές. Τώρα θα το ανεβάσω εδώ σιγά-σιγά ολόκληρο, με πολύ περισσότερα κεφάλαια.
Ακολουθεί το πρώτο κεφάλαιο: Πώς έγινα δούλος της θείας μου
Προσεχώς: 2. Η σκύλα γυναικάρα, 3. Στα πόδια της θείας, 4. Τα καψόνια της εκπαίδευσης, κ.ά. πολλά.
Σημείωση: Το διήγημα, όπως κάθε διήγημα, είναι φανταστικό. Αν και τι βασίζεται σε πραγματικά ερεθίσματα, το ξέρει μόνο ο συγγραφέας.]

Δούλος της θείας μου
Κεφάλαιο 1ο

Πώς έγινα δούλος της θείας μου

Θα σας διηγηθώ το περιστατικό που με έκανε για πάντα δούλο των γυναικών, οριστικά και αμετάκλητα εννοώ, αφού την προδιάθεση την είχα από πάντα. Ήταν η ίδια μου η θεία αυτή -γυναίκα του αδελφού της μάνας μου- που με έκανε σκυλάκι στα πόδια της. Αρκετά χρόνια πριν, πήγαινα σχολείο ακόμη, δεν είχα πάει με γυναίκα, γύρω στα 30-35 η θεία. Δεν ήταν αυτό που θα λέγαμε όμορφη, αλλά, πώς να το πω, ήταν γυναίκα, γυναίκα σεξουάλα, γεμάτη και ζουμερή, σάρκα καυτή, όλο χυμούς και καύλα. Έφερνα στο μυαλό μου τα σαρκώδη χείλη της, τα φουσκωμένα ζυγωματικά της, το λαϊκό, πρόστυχο βλέμμα της και τα βρωμόλογα που πετούσε με άνεση και αυτοπεποίθηση -δεν ήταν των σαλονιών, ούτε στην γλώσσα, ούτε στο ύφος και στο παρουσιαστικό- και το έπαιζα στην τουαλέτα. Ξεχείλιζε η σάρκα της καυτή, τα πισινά της και τα στήθη της κοντεύανε να σκίσουν την στενή φούστα (ως το γόνατο, αλλά όταν καθόταν σταυροπόδι... κι εκείνο το σκίσιμο στο πλάι... το ύφασμα έσφιγγε εφαρμοστό τα κωλομερια της κι από κάτω φαινόταν καμμιά φορά η γραμμή της κιλότας της...) και μπλούζες που φορούσε. Έφερνα στο μυαλό μου τα μπούτια και τα κωλομέρια της κι ένιωθα να με καταπίνουν. Την έβλεπα να περπατά σαν φοράδα ξαναμμένη, τις δυνατές της γάμπες, τα σαρκώδη μπούτια, τα θρεμμένα κωλομερια, και έβριζα από μέσα μου παίζοντας το πουλί μου, φοράδα, σκύλα ξαναμμένη, καυλιάρα γκόμενα, καριόλα, γυναικάρα, πουτάνα, πουτανάρα, σκρόφα, καραπουτάνα με τα όλα της. Ένιωθα τα ξαναμμένα της καπούλια έτοιμα να εκραγούν από την καύλα και, πράγματι, η έκρηξη γινόταν στην... παλάμη μου και πλημμύριζα τον τόπο.

Δεν μπορώ ούτε να φανταστώ πόσες φορές το έπαιξα γι' αυτή την γυναίκα. Μου είχε γίνει έμμονη ιδέα. Μια μέρα πάντως, δεν θυμάμαι πώς, βρέθηκα μόνος μαζί με την θεία σπίτι της (ο θείος και οι δικοί μου ή είχαν πάει κάπου ή τούς περιμέναμε). Η θεία μου όρθια επάνω στην καρέκλα, κι εγώ από κάτω, της έδινα κάτι μπιμπελό να τα βάλει στην βιβλιοθήκη, στα ψηλά ράφια, που είχε ξεσκονίσει. Με την στενή της φούστα, όπως πάντα, και λεπτό, μαύρο καλσόν, επάνω στην καρέκλα. Εκεί ήταν που το σκίσιμο της μαύρης εφαρμοστής φούστας σαν κεραυνός άστραφτε στα μάτια μου φανερώνοντας στιγμές- στιγμές, ανάλογα με την στάση της, μέχρι ψηλά τους θεϊκούς μηρούς, τα χυμώδη μπούτια. Τα έχασα, κοίταζα σαν χαμένος, σαν κεραυνόπληκτος είχα καρφώσει το βλέμμα μου επάνω της.

Μια φωνή με ξύπνησε:

«Τί κάνεις εκεί; Ξύπνα, σου μιλάω!»

«Ναι, τι...», ψέλλισα, καθώς πετάχτηκα ξαφνιασμενος. Είδα το βλέμμα της και πάγωσα· είχε καταλάβει. Ακόμα σκέφτομαι όμως τι πραγματικά σήμαινε εκείνο το βλέμμα. Μου είχε φανεί τότε ότι είχε ξαφνιαστεί και θυμώσει μαζί μου, και τα 'χα χάσει από τον φόβο μου. Νομίζω όμως σήμερα -και μ' όσα ακολούθησαν- ότι μάλλον είχε καταλάβει πολύ καιρό πριν πώς την κοίταζα, και τα είχε σχεδιάσει όλα εξ αρχής.

«Τί κάνεις εκεί;» μου φώναξε αυστηρά και μ' έκανε να παγώσω. «Τα μπούτια μου κοιτάς;»

«Όχι, τίποτε...», έκανα φοβισμένα.

«Μην μου λες όχι εμένα, σε βλέπω τόση ώρα, που σού 'χουν πεταχτεί τα μάτια έξω. Δεν ντρέπεσαι, τσογλάνι, να παίρνεις μάτι την θεία σου;»

Είχε κατεβεί από την καρέκλα και με πλησίαζε αποφασιστικά, με βλέμμα που με πάγωνε, έτοιμη να με κατασπαράξει, αλλά και θριαμβευτικό και προκλητικό μαζί. Είχα γίνει κατακόκκινος από την ντροπή μου -παρέλειψα να σας πω ότι ήμουν πάντοτε πολύ ντροπαλός- ήθελα, να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Έκανα ένα-δυο βήματα πίσω, μεχρι που σταμάτησα με την πλάτη στον τοίχο. Η θεία με πλησίαζε, ένιωθα την ανάσα της. Συνέχισε:

«Να το πω στη μάνα σου, κακομοίρη μου, μαύρο φίδι που σ' έφαγε.» Τα λόγια της μ' έκαναν να τρέμω, κάθε ίχνος δύναμης που μου είχε απομείνει, χάθηκε. Ήμουν πια παιχνίδι στα χέρια της.

«Λες και δεν σε βλέπω, τσογλάνι, που με παίρνεις μάτι πόσην ώρα.» Και τοτε, κάρφωσε το βλέμμα της στο παντελόνι μου και με αποτελείωσε:

«Τί είν' αυτό; Σου σηκώθηκε;» Φώναξε αγανακτισμενη κι έκπληκτη τάχα: «Σου μιλάω τόση ώρα κι εκεί με γράφεις εσύ; Καλά, δεν ντρέπεσαι λίγο, τσογλάνι; Σου μιλάω. Έχεις σηκωμάρες, χρυσό μου; Καλά, δεν πιστεύω να σου σηκώνεται τώρα; Με την θεία σου σου σηκώνεται αλήτη, χάθηκες κακομοίρη μου, στους γονείς σου και στον άντρα μου θα το πω έτσι και σου σηκώνεται με την θεία σου - λέγε, σου έχει σηκωθεί; λέγε!» με βομβάρδιζε αλύπητα.

«Όχι, όχι», έκανα ικετευτικά, τρέμοντας ότι θα το πει στους γονείς μου και στον θείο.

Και τότε με πλησίασε, σχεδόν κολλητά επάνω μου. Με κάρφωσε με το βλέμμα της. Είχα παραλύσει. Και χωρίς να πει τίποτα, ενώ με κάρφωνε πάντοτε και με κρατούσε απολιθωμέενο και κατακόκκινο σαν πατζάρι με το αυταρχικό της βλέμμα, έβαλε το χέρι της και με χούφτωσε. Με είχε πραγματικά στο χέρι! - κυριολεκτικά και μεταφορικά!

Ένα κοροϊδευτικό, χυδαίο χαμόγελο γράφτηκε στα χείλη της. Με χούφτωνε επάνω από το παντελόνι, έλιωνα στην παλάμη της.

«Δεν σού 'χει σηκωθεί, ε, λες και ψέματα! Σα δεν ντρέπεσαι, αλήτη! Με την θεία σου καυλώνεις, τσογλάνι! Αλήθεια τώρα, πες χρυσό μου, έχεις σηκωμάρες; Έχεις κάψες με την θεία σου; Αχ, μην το πω στους γονείς σου, κακομοίρη μου... Καυλιάρη, ε καυλιάρη!»

Με χούφτωνε, με μαλάκιζε, είχε κολλήσει πάνω μου, καιγόμουν από την καύλα, από την σάρκα και την ανάσα της, κι από τον φόβο μου και την ντροπή μου. Με μαλάκιζε και με κορόιδευε, έλιωνα στο χέρι της, με έκανε σκουπίδι, κόντευα να λιποθυμήσω.

«Να με κοιτας στα μάτια όταν σου μιλώ», ούρλιαξε και με χούφτωσε δυνατότερα. Με κάρφωσε πολύ αυστηρά με το βλέμμα και με χούφτωσε ακόμα πιο δυνατά, επάνω από το παντελόνι πάντα, μαλακίζοντάς με.

Δεν μπορούσα να κρατηθώ άλλο. Έχυσα. Έχυσα πάνω μου, μέσα στο παντελόνι μου, κάτω από την πίεση της παλάμης της. Ένιωθα να πνίγομαι στα χύσια μου και να χάνομαι στην ντροπή.

Και τότε άφησε το χέρι της, και, κολλητά πάντοτε πάνω μου, το βλέμμα της από αυστηρό ξανάγινε κοροϊδευτικό, ακόμα πιο κοροϊδευτικό, χυδαία χλευαστικό και θριαμβευτικό μαζί, και μια λέξη μονάχα βγήκε από τα χείλη της:

«Μαλάκα!» μου είπε αργά και με περιφρόνηση, σαν να με έφτυνε στα μουτρα. Και έσκασε στα γέλια. με κοιτούσε, χαμένο μεσα στην ντροπή και στα χύσια μου, κατακόκκινο σαν πατζάρι και αποσβολωμένο, και γελούσε δυνατα· γελούσε τρανταχτά, στα μούτρα μου, σαρκαστικά, ασταμάτητα, σαν με ασυγκράτητους σπασμούς θριαμβευτικού οργασμού.

«Μαλάκα!» μου ξανάπε, μέσα στα γέλια της, και συνέχισε να γελά τρανταχτά. Με είχε κάνει σκουπίδι, με είχε τσακίσει.

Σταμάτησε ξαφνικά το γέλιο και μου άστραψε ένα δυνατό χαστούκι.

«Τσακίσου φύγε, να μην σε βλέπω, ρεζίλη, τσακίσου φύγε αμεσως!» φώναξε αυστηρά και θυμωμένα.

Έφυγα σαν δαρμένο σκυλί.

Έγιναν κι άλλα πολλά από τότε με την θεία μου. Δεν σας είπα ότι ήταν και καθηγήτρια σε κάποιο σχολείο. Μου έμαθε τρόπους με την βέργα. Με έκανε να σέρνομαι μπροστά της και να φιλώ τα πόδια της. Μου έκανε τον πισινό να καίγεται απ' τις ξυλιές με την βέργα. (Και αφού μου τις είχε βρέξει, με έβαζε τιμωρία, να στέκομαι όρθιος μπροστά της, προσοχή, ενώ αυτή αναπαυτικά και προκλητικά, σταυροπόδι στην πολυθρόνα, απολάμβανε το ουίσκυ και το τσιγάρο της και με ψάρωνε, με πάγωνε και με κορόιδευε καρφώνοντας με με το βλέμμα της. Κι εγώ, όρθιος μπροστά της, γυμνός και δαρμένος, ακίνητος σε στάση προσοχής, ή να τραβώ μαλακία, να τα μαζεύω στην χούφτα μου (τρέμοντας μην μου χυθούν κάτω και φάω πολύ, πολύ ξύλο), να τα γλύφω και να τα καταπίνω, ή να κάνω επί τόπου τροχάδην μέχρι να ξεθεωθώ, ή πους-απς (και σε κάθε κάμψη να φιλώ τα πόδια της). Ή, πάλι σε στάση προσοχής, να λέω τι ρεζίλης είμαι και γιατί μου άξιζε που τίς έφαγα (κι αν δεν έλεγα σωστα το μάθημά μου έτρωγα κι άλλες). Και σηκωνόταν μετά αδιάφορα από την πολυθρόνα της, με κάρφωνε με το βλέμμα και μου φυσούσε τον καπνό από το τσιγάρο στο πρόσωπο· ή με έφτυνε κατάμουτρα, και με κατσάδιαζε, με απειλούσε, με έβριζε ή με κορόϊδευε και με περιγελούσε, κατά την όρεξή της. Και άλλα πολλά, που θα τα διηγηθώ σε επόμενα...

Στ' αλήθεια με είχε κάνει δούλο της, φιλιππινέζα της, χαλί να με πατάει. Με ταπείνωσε, με ξευτέλισε, μου έσπασε κάθε τσαμπουκά και απειθαρχία, μου τσάκισε κάθε άλλη θέληση εκτός από το να την υπηρετώ. Μου έμαθε τρόπους, με έμαθε ποια είναι η αφέντρα, η γυναίκα - γκομενάρα και θεά, και ποια η δική μου θέση του δούλου: μόνο να τήν υπηρετώ, να χαίρομαι, να ερεθίζομαι και να χύνω όταν γινόμουν άξιος δούλος της, άξιος να δείξει την εξουσία και την δύναμή της με όλη της την μεγαλοπρέπεια επάνω μου.

Κανά χρόνο όμως μόλις κράτησε αυτό (παραπάνω κι από αρκετό όμως...) Μετά χώρισε με τον θείο -ποτέ δεν έμαθα γιατί, αλλά μια τέτοια γυναίκα ποιος θα μπορούσε να τήν κουμαντάρει- και δεν την ξαναείδα. (Ψέματα είπα ότι δεν ξέρω γιατί χώρισε. Χώρισε γιατί είχε εραστές, και το λέω γιατί τον έναν τον είδα· τον είδα και τον γνώρισα, όσο κι αν δεν θέλω να το θυμάμαι. Μου τον γνώρισε αυτή, δηλαδή, η σκύλα, και δεν τολμώ να πω τι κάνανε μπροστα μου, και τι μου κάνανε...) Έναν χρόνο κράτησε λοιπόν αυτό, αν όχι λιγότερο, και πέρασε πολύς καιρός από τοτε, αλλά πάντοτε θυμάμαι το βλέμμα της να με ψαρώνει. Κι από τότε, όποτε βλέπω γυναίκα τα χάνω και νιώθω την δύναμή μου να παραλύει και θέλω να γονατίσω μπροστά της, να σκύψω στο έδαφος και να φιλήσω τα πόδια της, να με πατήσει κάτω, όπως ταιριάζει σε γυναίκα αφέντρα και σ' εμένα τον δούλο της. Η γυναίκα, η κάθε γυναίκα, με παραλύει και μόνο που με κοιτάζει ψαρώνω και κοκκινίζω, και δεν έχω άλλη δύναμη και θέληση παρά για να κάνω ό,τι μπορώ για να μπορέσει να δείξει την θεϊκή γυναικεία εξουσία και δύναμή της επάνω μου. Και ακόμα φέρνω στο μυαλό μου την θεία μου να με λιώνει στην παλάμη της εκείνη την πρώτη ημερα, νιώθω να χάνομαι καθώς με σφίγγουν τα χυμώδη, δυνατά της μπούτια και κωλομέρια, και χύνω καθώς το παίζω στην τουαλέτα.

[Συνεχίζεται. Επόμενο κεφάλαιο: «Η σκύλα γυναικάρα» (περιγραφή της θείας)]