Πέμπτη, Αυγούστου 30, 2012

Δικός της


   Πήρε το μάτι μου μια δυο φωτό της, με το δυναμικό, θεληματικό της βλέμμα, ένα δυο έξυπνα, καυστικά σχόλιά της. Γυναίκα που ξέρει ποια είναι και τι θέλει.

   Της έστειλα ένα μήνυμα, έτσι για πλάκα στην αρχή, χωρίς να το σκεφτώ. Δεν φανταζόμουν καν ότι θα απαντήσει. Και δεν θα μπορούσα ούτε να φανταστώ τι με περίμενε.

   Απάντησε. Και με μιά της λέξη άλλαξαν όλα. Σαν νά 'φαγα χαστούκι, με έβαλε στην θέση μου. Και μ' έπιασε στο δίχτυ της. Κατάλαβε αμέσως αυτά που δεν τολμούσα ως τότε να παραδεχτώ και με ξεσκέπασε. Στεκόμουν αδύναμος, ντροπιασμένος, υποταγμένος μπροστά της. Και ξαναμμένος, καυλωμένος. Στα πόδια της γονατιστός ξεφτιλιζόμουν. Και μου χρειαζόταν. Για να καταλάβω ποιος είμαι εγώ, και ποια είναι αυτή. Ομολογούσα τα πάντα, δεν μπορούσα πια να κρυφτώ ούτε απ' αυτήν ούτε απ' τον εαυτό μου. Τώρα ξέρω. Είμαι δικός της. 

   Με μιά της λέξη με ανάβει και με καυλώνει, και υποτάσσομαι στην δύναμή της. Με υποτάσσει, και καυλώνω. Την υπηρετώ, και χύνω. Πάθος, καύλα, ευχαρίστησή μου, η δική της ευχαρίστηση. Δικός της.

   Και είναι τόσο απαιτητική. Και πώς να μην είναι. Τίγρη ωραία και φοβερή, σκύλα όταν θέλει, γυναικάρα και θεά. Πώς να μην υπηρετώ τέτοια γυναίκα φοβερή! Και για να υπηρετώ μια θεά, θα πρέπει να μάθω τρόπους. Και θα με στρώσει καλά, μου το είπε, θα με μάθει να φέρομαι, θα με μάθει πειθαρχία, υποταγή και αφοσίωση. Ούτε που φαντάζομαι τι με περιμένει, και φοβάμαι, τρέμω. Και ανάβω, και καυλώνω.

   Με έχει στο χέρι και με χορεύει στο ταψί. Με κάνει ό,τι θέλει. Με χρησιμοποιεί.

   Επειδή μπορεί. Και επειδή το αξίζει.

   Είναι η κυρία, η αφέντρα, η θεά μου.

   Η Ερμίνα. 

Κυριακή, Αυγούστου 12, 2012

Μουσικώνεται


   ...Είπα «μου σηκώνεται», κι ακόμη θυμάμαι τι μού 'χαν κάνει μικρός στο σχολείο, Γυμνάσιο θα πήγαινα. Όλη η παρέα μαζί, εκεί και δυο κορίτσια (οι πιο ξεβγαλμένες θά 'λεγα στην τάξη), και μου λέει η μια («ένα αστείο, ένα αστείο!», κι όλοι γύρω να προσέχουν, τό 'χαν κάνει και σ' άλλους και τό 'ξεραν οι άλλοι, αλλά εγώ δεν τό 'χα ακούσει και την πάτησα.)
   «Όταν βάζουμε έπιπλα στο σπίτι, τί λέμε ότι κάνει το σπίτι;»
   «Επιπλώνεται», λέω εγώ.
   «Και όταν βάζουμε μουσική;»
   «Μουσικώνεται;» λέω.
   Και γελάνε οι τύπισσες!
   «Πώς το είπες, πές το πάλι!»
   «Μουσικώνεται», λέω σιγά και αμήχανα.
   «Χα χα χα!» ειρωνικά χαχανητά αυτές, κι εγώ δεν έμπαινα με τίποτα κι είχα κοκκινήσει.

   Λίγες μέρες μετά, κι ενώ μου τό 'χαν κάνει άλλες μια-δυο φορές και χαχανίζανε, με πέτυχαν κάπου παράμερα, χωρίς άλλους μπροστά, και μου λέει η μιά τους:
   «Σου σηκώνεται μωρό μου;»
   Κι εγώ τότε κατάλαβα, κι έγινα κατακόκκινος!
   «Κοκκίνησε, κοίτα τον!» είπε η μια στην άλλη. «Χα χα, κοκκίνησε!» Και φύγανε χαχανίζοντας!
   Τους άρεσε να με ψαρώνουν, να κοκκινίζω και να γελάνε.


   (Κι ακόμη το ίδιο μου κάνουν οι γυναίκες. Και παίζουν με το μυαλό μου -και του πάνω και του κάτω κεφαλιού. Και μου σηκώνεται.)