Παρασκευή, Δεκεμβρίου 28, 2007

Στα πόδια της: μαθαίνοντας πειθαρχία (Δούλος της θείας μου, κεφ. 3)

[Προηγούμενα κεφάλαια: 1. Δούλος της θείας μου, 2. Η σκύλα γυναικάρα]

Δούλος της θείας μου
Κεφάλαιο 3ο

Στα πόδια της - Μαθαίνοντας πειθαρχία

[Τα περιστατικά που θα σας διηγηθώ και σήμερα είναι, όπως θα δείτε, ακόμα στην αρχή. Θα προχωρήσω και σε πιο... προχωρημένα. Αλλά μένω τόσο πολύ σε αυτά, προσπαθώντας ακόμα να να εξηγήσω στους αναγνώστες και στον εαυτό μου τον ίδιο, πώς έγινα δούλος και τι πραγματικά ένιωθα εκείνες τις στιγμες που η φοβερή αυτή γυναίκα με υπέτασσε στην εξουσία της. Συγχωρέστε γι' αυτό, παρακαλώ, την φλυαρία μου. Περισσότερη δράση στα επόμενα.]

Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, το πρώτο πράγμα που κοιτάζω σε μια γυναίκα είναι τα πόδια της. Τα δάχτυλα των ποδιών της. Φυσικά. Διότι εκεί είναι η θέση μου. Τί άλλο να κάνει ένας δούλος, παρά να κατεβάζει τα μάτια του, να σκύβει και να προσκυνά την αφέντρα; Και να πώς έγινα δούλος των ποδιών της θείας.

Σας είχα πει τι ένιωθα κοιτώντας τα πόδια, τις δυνατές γάμπες, τα χυμώδη μπούτια και κωλομέρια της θείας μου, και πώς με είχε τσακώσει και με ρεζίλεψε μαλακίζοντάς με. Λίγες μερες μετά, λοιπόν, στεκόμουν όρθιος, αμίλητος, μπροστά της. Μου είχε πει αυστηρά να βγάλω το σκασμό και να μην τολμήσω να φέρω αντίρρηση σε τίποτε. Αυτή αναπαυτικά στον καναπέ, τα πόδια της γυμνά, απλωμένα επάνω στο τραπέζι. Με τρέλαινε και το ήξερε.

«Θα πάμε για ψώνια στο σούπερ μάρκετ. Θα έρθεις να με βοηθήσεις, να κουβαλάς τα πράγματα. Πιάσε τις σαγιονάρες και φόρεσέ τες μου.»
Έσκυψα και έκανα ό,τι μου είπε.

Γυρίζαμε από το σούπερ μάρκετ ιδρωμενοι. Καλοκαίρι, φοβερή ζέστη έξω. Κι εγώ φορτωμενος τις τσάντες με τα ψώνια - όλες τις τσάντες εννοώ· αυτή δεν κουβαλούσε τίποτε (παρά την τσάντα της), μόνο περπατούσε δυναμικά ένα βήμα μπροστά μου, η σκύλα, και δεν ήξερα πού να καρφώσω το βλέμμα μου, στα κωλομερια της που κουνιόνταν προκλητικά και κόντευαν να σκίσουν την κολλητή της άσπρη φούστα (από μέσα φαινόταν το μαύρο κυλοτάκι της) ή στα πόδια της που πατούσαν γερά και αποφασιστικά τό έδαφος;

Ο ήλιος έκαιγε αλύπητα τα πάντα, νόμιζα ότι οι πλάκες του πεζοδρομίου και η άσφαλτος κόντευαν να λιώσουν. Αλλά δεν ήξερα από τι πραγματικά καίγονταν περισσότερο· από τις καυτές ακτίνες του ήλιου ή από τα δυνατά πόδια της θείας μου, που καθώς τα πέλματά της πάταγαν γερά κι αποφασιστικά τις πλάκες, τις έλιωναν κάτω τους;

Η θεία περπατούσε αγέρωχα, τα τροφαντά καπούλια της κόντευαν να σκίσουν την φούστα και τα πόδια της έλιωναν το έδαφος, ενώ τα σκούρα κόκκινα νύχια των ποδιών της έλαμπαν στον ήλιο. Εγώ, πλάι και λίγο πίσω της (ασυναίσθητα δεν τολμουσα να πάω πλάι-πλάι) της, ίδρωνα κουβαλώντας τις τσάντες με τα ψώνια και καρφώνοντας τα μάτια μου πότε στα κωλομέρια, πότε στις γάμπες και τα πόδια της. Ένα μικρό μαύρο πραγματάκι επάνω στην άσπρη πλάκα, ένα μυρμήγκι, για μια στιγμή το πρόσεξα, ερχόταν από το πλάι· η μικρή του ζωή τελείωσε κάτω από το πόδι της θείας, χωρίς ούτε αυτό να προλάβει να καταλάβει, ούτε η θεία να το προσέξει φυσικά. Άτυχο, ή τυχερό; τί άλλο θα μπορούσε να εύχεται το ταπεινό μυρμηγκάγκι, εμπρός στην ασυγκράτητη δύναμη της θεάς; Την στιγμή που το έλιωνε, ένιωσα ένα ρίγος να με διαπερνά, καύλωσα, μου κόπηκαν τα γόνατα γιατί ένιωσα ότι κι εγώ ήμουν το μυρμήγκι της και ποθούσα να μου δείξει την δύναμή της, να με πατήσει κάτω.

Φτάσαμε σπίτι ιδρωμένοι.

«Άστα κάτω και μείνε εδώ.» Κάθησε στον καναπέ και άπλωσε τα πόδια.

«Τρέχα φέρε μου ένα ποτήρι νερό να πιώ.» Έπινε το κρύο νερό αργά, απολαμβάνοντάς το, ενώ εγώ στεκόμουν όρθιος μπροστά της, περιμένοντας να πάω το ποτήρι πίσω στην κουζίνα. Άπλωσε τα πόδια της επάνω στο τραπέζι και άφησε το ποτήρι πέρα. Κοίταζα αμίλητος.

«Σ' αρέσουν ε;! Δεν ξεκολλούσες τα μάτια σου, καυλιάρη, ε καυλιάρη!» μου φώναξε ξαφνικά, γελώντας κοροϊδευτικά. Είχα αιχμαλωτιστεί και με έπαιζε όπως την άλλη φορά - το ήξερα και δεν μπορούσα να κάνω τίποτε. Δεν μπορούσα να αντισταθώ σε αυτήν την γυναίκα.

«Γονάτισε και βγάλε μου τις σαγιονάρες. Κάνε μου μασάζ στα πόδια. Γαμήθηκα μ᾿ αυτήν την κωλοζέστη.» Γονατιστός μπροστά της, πήρα αργά την σαγιονάρα από το πόδι της.

«Μην την αφήνεις κάτω, μύρισέ την.» Κόμπιασα. «Άκουσες τι σου είπα, μύρισέ την», είπε αυστηρά, με ύφος που δεν σήκωνε αντίρρηση.

Έφερα την σαγιονάρα στην μύτη μου. Ένιωσα την ποδαρίλα της. Τον ιδρώτα της. Ένιωσα μια απέχθεια από την μυρωδιά, αλλά και κάτι άλλο, ισχυρότερο. Γιατί η μυρωδιά αυτή, ήταν η καύλα της, οι χυμοί της, η γυναικεία μυρωδιά της, η μυρωδιά της δύναμής της, της εξουσίας της.

«Άσ᾿ την σαγιονάρα κάτω τώρα», είπε. «Σ᾿ αρέσει το πόδι μου, ε; Έλα κοντά, σκύψε, κοίταξέ το καλά». Έσπρωξε το πόδι της στο πρόσωπό μου.

«Σ᾿ αρέσει. Φίλησέ το! Φίλα το πόδι της θεάς σου!» είπε γελώντας αυτάρεσκα.

Φίλησα, τρέμοντας, μόλις ακουμπώντας με τα χείλη, όπως φιλάμε ιερό εικόνισμα, τα βαθυκόκκινα βαμμένα νύχια του ποδιού της.

Και τότε έσπρωξε το πόδι της στην μύτη μου. Μου έπιασε την μύτη με τα ιδρωμενα ποδοδάχτυλά της, τα πίεζε και τα έτριβε στα ρουθούνια μου.

Η ποδαρίλα της μου τρύπησε τα ρουθούνια, χύθηκε μεσα μου και μου τρέλανε το μυαλό μαζί. Ένιωσα να λιποθυμώ. Το είχα φαντασιωθεί άπειρες φορές, αλλά η πραγματικότητα ήταν ένα σοκ που δεν μπορούσα να φανταστώ.

Η απέχθεια από την μυρωδιά νομίζετε ότι με ξύπνησε από τις φαντασιώσεις; Όχι, όσο κι αν με ξένισε, και με αηδίασε προς στιγμήν, όμως με αιχμαλώτισε· σαν δυσάρεστο αρχικά στην γεύση, αλλά ισχυρό φάρμακο - τι λέω, σαν πανίσχυρο μαγικό φίλτρο, με έδεσε τότε και για πάντα.

Η θεία ήταν πια ασταμάτητη, ένιωθα σαν το κουνέλι που το κατασπαράζει η λέαινα. Έσυρε το πόδι της σπρώχνοντάς το στο πρόσωπό μου, από την μύτη ως το στόμα. μου άνοιξε τα χείλη με το μεγάλο δάχτυλο. Τά ᾿χα χαμενα.

Ήταν τρομερό, αν υπήρχε η παραμικρή δυνατότητα να σκεφτώ λογικά: το πόδι της, το άπλυτο, ιδρωμενο πόδι της, στο στόμα μου! Και δεν μπορούσα να αντισταθώ, τί είχα πάθει; Άνοιξα υποταγμενος το στόμα.

Τα ποδοδάχτυλά της, δυνατά, μεγάλα και καλοσχηματισμενα, η καμάρα του ποδιού της, η γερή της φτέρνα, ο αστράγαλος κι οι δυνατές της γάμπες - παραπάνω δεν τόλμησα, ούτε σκέφτηκα να κοιτάξω - τα πόδια που πατούσαν γερά αλλά και ελαστικά και έλιωναν τη γη, μου ξέσκιζαν τώρα το μυαλό και πατούσαν εμενα. Τα πόδια της θεάς με είχαν κάνει χαλί και με πατούσαν. Η σκύλα με πατούσε κάτω και ήξερα ότι πια με είχε εξουσιάσει για πάντα.

Άνοιξα το στόμα μου και η θεία έσπρωξε όλο το πόδι της μεσα. με μπούκωσαν τα δάχτυλα και η γεύση της.

«Σκάσε και γλύφε! Γλύφε τσολάνι, ξέρω ότι σ' αρέσει!» ακούστηκε η δυνατή, κοροϊδευτική και αυστηρή φωνή της.

«Γλύψτα καλά, κακομοίρη μου, μη φας το ξύλο της χρονιάς σου! Τη γλώσσα σου σ᾿ ένα-ένα τα δάχτυλα, χώσε τη γλώσσα ανάμεσα στα δάχτυλα με τη σειρά, και κάν᾿ τα λαμπίκο· μην αφήσεις σημείο άγλυφτο.»

Έγλυφα, έγλυφα, και προσκυνούσα την θεά μου. Έγλυφα και γευόμουν την ποδαρίλα της θεάς μου. Έγλυφα, δεν ξέρω πόσην ώρα.

«Αρκετά. Σήκω πάνω και μην πεις λέξη. Και άκου προσεκτικά γιατί δεν θα το ξαναπώ. Από σήμερα είμαι η αφέντρα σου. Με το που θα με βλέπεις, κι όταν θα φεύγεις, θα γονατίζεις και θα μου φιλάς τα πόδια, χωρίς να πεις λέξη. Κατάλαβες;»

Δεν μίλησα, δεν είχα την δύναμη να βγάλω μιλιά, αλλά και δεν χρειαζόταν να συμφωνήσω. Οι προσταγές της ήταν νόμος, και το ήξερε.

«Τσακίσου φύγε τώρα, κι αύριο όπως είπαμε, έχεις να μάθεις πολλά ακόμη». Γέλασε με τις τελευταίες λέξεις.

«Μάλιστα θεία», ψέλλισα φοβισμενος, «γεια σας», κι έκανα να φύγω.

Το μάγουλό μου άναψε, είδα αστράκια. Πέρασαν αρκετές στιγμες πριν συνέλθω και καταλάβω τι συνέβη. Το χαστούκι που είχα μόλις φάει θα το θυμάμαι για καιρό.

Πριν προλάβω καλά-καλά να συνέλθω και με το μάγουλο να τσούζει, με έσυρε άγρια τραβώντας με απ᾿ το μαλλί, με έσπρωξε γερά μπρούμητα στον καναπέ, και με την σαγιονάρα στο χέρι με έδερνε δυνατά στον κώλο!

Παφ! Παφ! Παφ! Παφ!

Με δύναμη, τη μια μετά την άλλη, μου άναβε τα πισινά, με τρέλαινε στον πόνο:

Παφ! Παφ! Παφ! Παφ!

«Αλήτη! Βρωμιάρη! Στον αέρα μιλάω τσογλάνι; Στον αέρα μιλάω; Δεν σού ᾿πα μόλις τώρα πως πριν φύγεις θα γονατίζεις και θα μου φιλάς τα πόδια; Δεν στό ᾿πα, αλήτη;»

Παφ! Παφ! Παφ! Παφ!

Μου τράβηξε το παντελόνι κάτω δυνατά, μαζί πήρε και το σώβρακο, κάτω ως τα γόνατα. Με κρατούσε ξεβρακωμενο μπρούμητα στον καναπέ και με χτύπαγε άγρια, με θυμό, στον γυμνό μου κώλο:

Σπαφ! Σπαφ! Σπαφ! Σπαφ!

Η λαστιχένια σαγιονάρα έσκαζε με δύναμη κι έβαζε φωτιές στα πισινά μου. Όλο και δυνατότερα! Ούρλιαξα:

«Φτάνει! Πονάω! Συγγνώμη! Φτάνει! Φτάνει! Συγγνώμη! Πονάω!» Φώναζα σοκαρισμενος και έκλαιγα και ούρλιαζα απ' το τσούξιμο, το σοκ, και την ντροπή μου.

«Σκάσε! Σκάσε, τσογλάνι, μην φας κι άλλες! Άμα δεν παίρνεις από λόγια, θα σε μάθω εγώ με το άγριο να υπακούς, μαλακισμενο, θα σε μάθω εγώ πειθαρχία, θα σε μάθω τρόπους, παλιομαλακισμενο!»

Σπαφ! Σπαφ! Σπαφ! Σπαφ!

Τα πισινά μου έβγαζαν φωτιές, χτυπιόμουν τρελαμενος, φώναζα κι έκλαιγα.

Με τράβηξε απ᾿ το μαλλί - δεν ξέρω πόσες είχα φάει, κόντευα να τρελαθώ - και με σήκωσε.

«Τσακίσου φύγε.» Τό είπε τόσο ψυχρά, σαν να μην είχε γίνει τίποτα. Σαν αυτό που μου έκανε να μην ήταν τίποτα γι' αυτήν. Με πάγωσε!

Γονάτισα (πήγα να πέσω, καθως μπλέχτηκα με το παντελόνι και το σώβρακο πεσμενα στα γόνατά μου ακόμη), της φίλησα τα πόδια και τα ύγρανα με τα δάκρυά μου.

Σηκώθηκα κι έφυγα γρήγορα μαζεύοντας τα παντελόνια μου. Πρόλαβα όμως φεύγοντας και πρόσεξα το βλέμμα της. Με ικανοποίηση και ηδονή για το πώς με είχε εξουσιάσει (έτσι μου φάνηκε), απολάμβανε την δύναμή της. Και σε μια στιγμή, κοροϊδευτικά, να κοιτά το πράμα μου.

Έφυγα. Το κεφάλι μου γύριζε, ο πισινός μου έτσουζε, στα ρουθούνια, στη γλώσσα και στο μυαλό με τρέλαινε ακόμη η μυρωδιά και η δύναμη των ποδιών της. Είχα γίνει σκλάβος της. Μου είχε τσακίσει την θέληση, με είχε πατήσει κάτω και με είχε ξευτυλίσει. Και ήμουν καυλωμενος.

Μόνος μου τώρα, τα σκεφτόμουν και ήμουν καυλωμενος όσο ποτέ. Τραβούσα μαλακία και σκεφτόμουν τι πέρασα. Τι ρεζιλίκι! Είχα συρθεί κάτω και γλύψει τα ιδρωμένα πόδια της ίδιας μου της θείας! Με είχε ξεβρακώσει, ολόκληρον άντρα, σαν άτακτο μωρό, και μου τις είχε βρέξει, βάζοντας φωτιά στα πισινά μου! Άμα τα σκεφτόμουν λογικά, θα έπρεπε να τρελαθώ. Αλλά εμένα με έτρωγε ακόμα περισσότερο η σκέψη τι άλλο ήταν δυνατόν να περάσω αύριο. Τί θα γινόταν; Τί άλλο θα μου έκανε; Πώς θα γλύτωνα από αυτήν την σκύλα; Κι αν μαθευόταν; Έτρεμα! Έτρεμα, και όμως δεν έβλεπα την στιγμή να πέσω πάλι στα πόδια της. Ξανάφερα στο μυαλό μου τα πόδια της στο στόμα μου. Τα χέρια της να ξαναβάζουν φωτιά στα πισινά μου. Και έχυσα και πλημμύρισα τον τόπο.

[Συνεχίζεται. Επόμενο κεφάλαιο: «Τα καψόνια της εκπαίδευσης»]

Δεν υπάρχουν σχόλια: