Παρασκευή, Δεκεμβρίου 28, 2007

Η σκύλα γυναικάρα (Δούλος της θείας μου, κεφ. 2)

[Προηγούμενα κεφάλαια: 1. Δούλος της θείας μου]

Δούλος της θείας μου
Κεφάλαιο 2ο

Η σκύλα γυναικάρα

[Παρέκβαση, για να περιγράψω την θεία. Την ιδανική γυναίκα- σκύλα- αφέντρα- θεά. Το σημερινό κείμενο είχε γραφτεί παλιότερα, ανεξάρτητα, αλλά ταιριάζει γάντι στην αφέντρα θεία. Η συνέχεια των περιπετειών με την αφέντρα θεία στο επόμενο: «Στα πόδια της: μαθαίνοντας πειθαρχία». Πώς η θεία μου με έμαθε τρόπους και πειθαρχία με την βέργα, μου έσπασε κάθε τσαμπουκά, με έμαθε ποια είναι η αφέντρα και με έκανε υπάκουο δούλο με σκληρά καψόνια.]

Ήταν γυναικάρα με τα όλα της. Όχι καλλονή ή μοντέλο, ούτε καν όμορφη θά 'λεγε κανείς. Μακριά από τις τέλειες αναλογίες, ούτε πολύ ψηλή (σωματώδης ωστόσο, νταρντανογυναίκα). Στα 30-35 της χρόνια, 1,70 το ύψος. Ούτε ευγενικά και κομψά χαρακτηριστικά, ούτε καμιά λεπτότης στο σώμα, τις κινήσεις ή τους τρόπους. Αλλά ήταν γυναικάρα· γυναικάρα-ηφαίστειο, σάρκα γεμάτη και καυτή, όλο ζουμιά και καύλα. Μια τσούλα λαϊκιά με την προστυχιά στο βλέμμα, γυναίκα σεξουάλα, καυλιάρα γκόμενα, πουτάνα· πουτανάρα με τα όλα της, καραπουτανάρα σωστή. Όχι, δεν προκαλούσε το θαυμασμό στα μάτια· την καύλα, την καύλα στο πράμα και τα ζωώδη ένστικτα στο μυαλό άναβε και θέριευε η σκρόφα. Με το που έστρεφε πάνω σου το πρόσωπό της με τα σαρκώδη χείλη και τα φουσκωμενα ζυγωματικά, με το που σε κάρφωνε προκλητικά και πρόστυχα, με τα μάτια της (τα λαμπερά και πεινασμενα, αλλά και πονηρά, γεμάτα αυτοπεποίθηση και εξουσία, σκύλας μάτια), γλείφοντας χυδαία τα χείλη, σε καύλωνε όχι απλά στα σκέλια, αλλά στο σώμα και στο μυαλό ολόκληρο, σού αφαιρούσε κάθε θέληση και σε αιχμαλώτιζε, σε έκανε ζώο ξαναμμενο, αδύναμο παιχνίδι στα χέρια της, δούλο της θέλησής της και άβουλο όργανο για τα βίτσια της.

Ήταν γεμάτη, αλλά όχι παχιά. Θα τήν έλεγε δηλαδή κανείς και λίγο παχιά, αλλά λες και δεν ήταν τόσο από λίπος όσο από καύλα φουσκωμενη η σάρκα της. Σαρκώδης και χυμώδης πουτανάρα, καυλιάρα γυναικάρα, με τη σάρκα της να ξεχειλίζει σφριγηλή, καυτή και ζουμερή απ' τα στήθια, τις μπουτάρες και τα κωλομερια της. Μπούτια και κωλομέρια, μπούτια και κωλομερια που σέ κατάπιναν, σέ έσφιγγαν, σέ ρούφαγαν και σέ βύθιζαν στην άβυσσο. Αν το βλέμμα της σέ αιχμαλώτιζε και σέ έκανε ανήμπορο κουτάβι να πέφτεις στα γόνατα και να φιλάς τα πόδια της, τα πισινά της όχι απλά σέ άναβαν, σέ έκαναν να χάσεις το φως σου, να εκραγείς στην καύλα σου και να πνιγείς στα χύσια σου.

Φόραγε φούστα όχι πολύ κοντή (μόλις πάνω από τα γόνατα), αλλά στενή, ένα νούμερο κάτω από το κανονικό της, έτσι που να σφίγγει γύρω από τη σάρκα της, σάρκα που ξεχείλιζε καυτή κάτω και μεσα από το ύφασμα (η φούστα λες και αγωνιζόταν χωρίς να καταφέρνει να καλύψει τα σαρκώδη μεριά που κόντευαν να τή σχίσουν). Έτσι που περπατούσε κουνώντας τα καπούλια της σαν φοράδα ξαναμμενη (αλόγα με μυαλό, βλέμμα και «δόντια» σκύλας) (αλλά και να στεκόταν ή να καθόταν πάλι θαρρείς ταλαντεύονταν πρόστυχα τα καπούλια της), έτσι που φούσκωναν τα κωλομερια της και τέντωναν κολλημενη πάνω τους την φούστα (με την γραμμή της κιλότας της, στενή κι αυτή, να διαγράφεται καθαρά και προκλητικά κάτω από το λεπτό και τεντωμενο ύφασμα της φούστας), θαρρείς κι έσφιζε η σάρκα της από καύλα, δονούνταν από ερωτικούς σπασμους κι ήταν έτοιμη να εκραγεί, να ξεσχίσει το ύφασμα σε χίλια κομμάτια και να διαλύσει το σύμπαν μ' έναν παντοδύναμο οργασμό.

[Συνεχίζεται. Επόμενο κεφάλαιο: «Στα πόδια της: μαθαίνοντας πειθαρχία»]

Δεν υπάρχουν σχόλια: